προαυξής

προαυξής
-ές, Α
1. αυτός που πήρε πλήρη ανάπτυξη, ο τελείως αυξημένος
2. ο σχετικός με ηλικιωμένα άτομα («νόσοι προαυξέες» — νόσοι που προσβάλλουν ηλικιωμένα άτομα, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -αυξής (< αὔξω), πρβλ. δυσ-αυξής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προαυξέας — προαυξής well grown masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαυξέων — προαυξής well grown masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”